- υπερφθίνομαι
- Απεθαίνω υπερασπίζοντας κάποιον, πεθαίνω για κάποιον («ὑπερέφθιτο πατρός», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φθίνομαι «πεθαίνω, καταστρέφομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερέφθιτο — ὑπερφθίνομαι die for plup ind mp 3rd sg ὑπερφθίνομαι die for aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek